- μπροστάρης
- ο1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι2. μτφ. οδηγός, αρχηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -άρης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπροστάρης — ο 1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι. 2. μτφ., οδηγός, ηγέτης: Οι μπροστάρηδες του αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεσέμι — το το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί τα πρόβατα, μπροστάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] … Dictionary of Greek